κοφτήριο

κοφτήριο
και κοφτήρι και κοπτήριο, το (Α κοπτήριον) [κοπτήρ]
(νεοελλ)
1. χαρτοπαικτική λέσχη ή τόπος συγκέντρωσης όπου ασκείται χαρτοκλοπία σε βάρος τών αδαών θαμώνων
2. κατάστημα με πολύ υψηλές τιμές
αρχ.
τόπος όπου κοπανιζόταν το σιτάρι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κοφτήριο — το το κατάστημα όπου πουλούν με υπερβολικές τιμές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοπτήριο — το (Α κοπτήριον) βλ. κοφτήριο …   Dictionary of Greek

  • φαρμακείο — το 1. κατάστημα παρασκευής και πώλησης φαρμάκων. 2. μτφ., κατάστημα οποιουδήποτε είδους με εμπορεύματα σε υπερβολικές τιμές, κοφτήριο: Μην αγοράζεις από εδώ παπούτσια, είναι φαρμακείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”