- κοφτήριο
- και κοφτήρι και κοπτήριο, το (Α κοπτήριον) [κοπτήρ](νεοελλ)1. χαρτοπαικτική λέσχη ή τόπος συγκέντρωσης όπου ασκείται χαρτοκλοπία σε βάρος τών αδαών θαμώνων2. κατάστημα με πολύ υψηλές τιμέςαρχ.τόπος όπου κοπανιζόταν το σιτάρι.
Dictionary of Greek. 2013.